- νωμίτης
- ο [νώμος]1. το μέρος τού ενδύματος που βρίσκεται στον ώμο ή γύρω από αυτόν2. κομμάτι χοντρού υφάσματος το οποίο τοποθετούν οι αχθοφόροι στον ώμο προκειμένου να σηκώσουν βάρος πάνω σε αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωμίτης — ο το μέρος υφάσματος που αποτελεί τον ώμο φορέματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)